- δημιουργουμένη
- δημιουργέωpractise a handicraftpres part mp fem nom/voc sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρατήρας — I (Αρχαιολ.). Αγγείο (κρατήρ) που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες από τους ομηρικούς χρόνους για να αναμειγνύουν το κρασί με νερό. Επρόκειτο κυρίως για δοχεία αρκετά μεγάλα με πλατύ στόμιο και λαβές. Παλαιότερα οι λαβές των κ. είχαν σχήμα ελίκων και… … Dictionary of Greek
πικραγγουριά — (εκβάλλιο το ελατήριο). Πολυετές ποώδες φυτό της μεσογειακής ζώνης, της οικογένειας των κολοκυνθιδών ή κουκουρβιτιδών (δικοτυλήδονα). Στην Ελλάδα συναντάται παντού, σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς, σε πετρώδεις εκτάσεις κλπ. Χαρακτηριστικό … Dictionary of Greek
γαστρικό υγρό — Υγρό που εκκρίνεται από το στομάχι. Είναι μείγμα των εκκριμάτων των επιφανειακών επιθηλιακών κυττάρων του στομάχου και των γαστρικών αδένων, και αποτελεί έναν από τους παράγοντες της πέψης. Είναι άχρωμο και ελαφρά αδιαφανές, έχει χαρακτηριστική… … Dictionary of Greek